νιφάδα

νιφάδα
η (ΑΜ νιφάς, -άδος)
καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα
αρχ.
1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ' ὅτ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. καθετί που πέφτει σαν πυκνή και ραγδαία βροχή, όπως πέτρες, βέλη, λόγοι, πειρασμοί, κίνδυνοι, συμφορές, φροντίδες κ.ά. («πετρῶν νιφάδες», Αισχύλ.)
3. ως επίθ. γεμάτη χιόνια, χιονοσκεπής, χιονισμένη
4. φρ. α) «νιφὰς πολέμοιο»
μτφ. έφοδος, επίθεση αιφνιδιαστική και ορμητική σαν την καταιγίδα
β) «ὀμβρία νιφάς» — ραγδαία βροχή
5. (κατά σχολ. στον Αριστοφ.) «νιφὰς λέγεται καὶ τὸ μικρότατον, ὅπερ καὶ ψακάς»
6. (κατά τον Ησύχ.) «νιφάδες εἰσὶν οὑ μόνον σταγόνες καὶ ψεκάδες, ἀλλά καὶ ἕλκη καὶ τραύματα»
7. (κατά το λεξ. Σούδα) «σταγόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -άς (πρβλ. μαιν-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νιφάδα — η τουλούπα του χιονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιφάδα — νιφάς snowflake fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφάδ' — νιφάδα , νιφάς snowflake fem acc sg νιφάδι , νιφάς snowflake fem dat sg νιφάδε , νιφάς snowflake fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονονιφάδα — η, Ν νιφάδα χιονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + νιφάδα. Η λ., στον πληθ. χιονονιφάδες, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • νιφάς — νιφάς, άδος, ἡ (Α) βλ. νιφάδα …   Dictionary of Greek

  • στουπούλα — η, Ν [στούπα (Ι)] νιφάδα χιονιού …   Dictionary of Greek

  • στούπα — Αρχαίο μνημείο, που συνδέεται με τη βουδιστική θρησκεία και κατάγεται από τον νεκρικό τύμβο· πράγματι, όπως κι αυτός, η σ. έχει ημισφαιρικό θόλο, που στηρίζεται σε κυλινδρικό τύμπανο. Πάνω από τον θόλο (άντα) υψωνόταν κυβικός όγκος (χαρμίκα) που… …   Dictionary of Greek

  • φιόγκος — ο, Ν 1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας 2. (κατ επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο 3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”